δυσμενῶν

δυσμενῶν
δυσμενής
hostile
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόπτωση — η (Α σις) [αποπίπτω] νεοελλ. βιολ. το περιοδικό φαινόμενο της φυσιολογικής πτώσης, σε ορισμένη εποχή και ανά καθορισμένα χρονικά διαστήματα, ορισμένων μερών ή εξαρτημάτων ζωικών ή φυτικών οργανισμών, όπως των φύλλων των δένδρων, των φτερών, των… …   Dictionary of Greek

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • εξύβριση — Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, ε. υπάρχει όταν κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο (με λόγο ή με έργο: π.χ. ράπισμα, χειρονομίες) ένα πρόσωπο προσβάλλει την τιμή ενός άλλου, εκτός των περιπτώσεων της δυσφήμισης. Το αδίκημα της ε. τιμωρείται με φυλάκιση ή …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • λαθροβίωση — η [λαθροβιώ] 1. ο τρόπος ζωής τού λαθρόθιου 2. βιολ. η κατάσταση λανθάνουσας ζωής που παρατηρείται κατά την εγκύστωση τών κατώτερων οργανισμών και κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο, εξαιτίας δυσμενών συνθηκών… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου …   Dictionary of Greek

  • χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”